Σάββατο 20 Ιουνίου 2009

Ύβρις και Τήσις




11 το πρωί. Ο Ήλιος στέλνει τις ζωογόνες ακτίνες του μέσα από το πάχους ενός μέτρου στρώμα αιθαλομίχλης και η Αθήνα βράζει σαν τον Wile E Coyote που απέτειχε για εκατομμυριοστή φορά να πιάσει το τρισκατάρατο, κακόχρονο, δαιμονισμένο Road Runner. Κάπου, σε κάποιο πανεπιστημιακό ίδρυμα, ένας τύπος περπατάει αμέριμνος στον γεμάτο από παρκαρισμένα αυτοκίνητα πεζόδρομο, αποφεύγοντας με τη χάρη αθλητή του πατινάζ τα διερχόμενα μηχανο-παπάκια..Δε δίνει σημασία. Αυτό που κάνει είναι να ακούει σαν υπνωτισμένος το δολοφονικό τικ-τακ του ρολογιού. Είχε αργήσει...


Ανεβαίνει την εξωτερική, στριφογυριστή μεταλλική σκάλα που οδηγεί στην πίσω είσοδο του αμφιθεάτρου του. Σε κάθε βήμα, σε κάθε σάπιο, σκουριασμένο και χιλιοβαμμένο σκαλοπάτι ευχαριστεί το Θεό και τους Άγιους Πάντες που είναι ακόμη ζωντανός. Φτάνει στην κορυφή αμέριμνος σαν γελάδι στο λιβάδι, βλακωδώς ήρεμος και, κυρίως, ζωντανός.



Με αργά βήματα πλησιάζει προς την πίσω πόρτα. Ψάχνει με το χέρι του κάτω από τις χιλιάδες ανορθόγραφες, κακόγουστες κομματικές αφίσες το χερούλι για να την ανοίξει. "Α να'το", σκέφτεται σκίζοντας με το σουγιά του στα δύο μια ελεεινή διαφημιστική αφίσα ενός φοιτητικού κόμματος με τη χαρακτηριστική απάθεια που τον διακρίνει.



Γυρνάει το χερούλι. "Κλικ-κλικ"... Είναι κλειδωμένα... Όμως όχι, δε θα εκνευριστεί. Δεν είναι λόγος αυτός να πάει στη γραμματεία και να φέρει την Αποκάλυψη. Δε θα εκνευριζόταν ακόμη κι αν τον κουτσουλούσε εκείνο το υπερτροφικό, μαστουρωμένο γκρι περιστέρι που λιαζόταν στο παράθυρο ακριβώς από πάνω του. Το κοίταξε. Ήταν τόσο ταπεινωτικό για το είδος των περιστεριών αυτό το θέαμα, που αν τα υπόλοιπα περιστέρια είχαν ενστερνιστεί τις ναζιστικές θεωρίες του Χίτλερ θα το είχαν κάνει σαπούνι.



Κατέβηκε τη σάπια στριφογυριστή σκάλα, αυτή τη φορά με γρήγορο βήμα. Όχι επειδή είχε χάσει μάθημα, αλλά γιατί η οικολογική συνείδηση των καθηγητών του ήταν τόσο αναπτυγμένη, που τα 9 κλιματιστικά μέσα στο αμφιθέατρο ήταν ρυθμισμένα στους 15°C. Και η γρανίτα του, με 90% νερό, 1% συμπυκνωμένο απόσταγμα εκχυλίσματος φλούδας λεμονιού και 9% συντηρητικά, έλιωνε..



Πέρασε την κύρια πόρτα ελισσόμενος ανάμεσα σε 2 διακριτικούς πίνακες ανακοινώσεων 4 τετραγωνικών μέτρων, που γνωστοποιούσαν τις επόμενες πολιτικές κινήσεις του κυρίαρχου φοιτητικού κόμματος. "Στις 12 το βράδυ τρελό πάρτυ στις εστίες. Μουσική, χορός, ποτό και είσοδος 8€", έλεγε μία από αυτές.



Δεν έδωσε σημασία. Επιτάχυνε το βήμα του προς το αμφιθέατρο. Το ρολόι με το ανελέητο τικ-τακ τού είχε προκαλέσει ηχητική λοβοτομή, όμως εκείνος έστεκε ακόμη στα πόδια του, αγέρωχος και αμέριμνος, με την πλούσια σε Ε γρανίτα του και το χαρακτηριστικό σαρδόνιο χαμόγελο στα χείλη.



Άνοιξε την κύρια πόρτα του αμφιθεάτρου. Ένα κύμα ψύχους ξεχύθηκε κατά πάνω του σαν μανιασμένο πλήθος Ισπανών που ξεχύνονται στους δρόμους τρομοκρατημένοι από τον τεράστιο, μαινόμενο, αρσενικό ταύρο που εκείνοι απελευθέρωσαν πέντε λεπτά πριν από το στάβλο του. Ναι, τώρα η γρανίτα του θα ήταν ασφαλής.



Έκανε ένα βήμα μέσα. Ο καθηγητής της Χημείας τον κοίταξε με βλέμμα που έμοιαζε σαν εκείνο του Cyclops από τους X-men, ικανό να τρυπήσει μονομιάς πλάκα μολύβδου πάχους 67 μέτρων βυθισμένη σε 985 λίτρα βαρέος ύδατος. Ήθελε να του πετάξει το κουτί με τις απαγορευμένες στο 80% των ελληνικών σχολείων κιμωλίες, να τον κοπανήσει με τον ανυπολόγιστης αξίας, μουσειακό προβολέα διαφανειών στο κεφάλι και ύστερα να χοροπηδάει πάνω στη γρανίτα του μέχρι να τον παρακαλέσει με μισό-ξεψυχισμένη φωνή για οίκτο.



Όμως δεν το έκανε. Είχε ένα κύρος. Σήκωσε τα κομψά, καμωμένα από οργανικό πολυμερές πάχους 20 εκατοστών, γυαλιά του από τη κλεοπατρίσια μύτη του και σε μια άθλια προσπάθεια να τον ειρωνευτεί, είπε στο φοιτητή: "Κουφός είστε νεαρέ; Έχω πει ότι οι καθυστερημένοι θα έρχονται από την πίσω πόρτα", δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο "καθυστερημένοι". Κοίταξε ύστερα προς το πολικό αμφιθέατρο για να δει ποιός από τους 15 φοιτητές του δεν είχε γελάσει για να τον κόψει, αλλά απογοητεύτηκε από τη παγερή σιωπή. Ιατροδικαστική έρευνα αργότερα έδειξε ότι τα 9 κλιματιστικά είχαν παραλύσει τα νεύρα του προσώπου τους και είχαν προκαλεσει ψύξη στον κύριο μυ της γλώσσας...



Ο φοιτητής γύρισε και με τη χαρακτηριστική ηρεμία που τον διακρίνει τού απάντησε: "Ήταν κλειδωμένα" και κάθησε στη δεύτερη θέση της πρώτης σειράς, αμέριμνος σαν νεογέννητο μωρό καμηλοπάρδαλης. "Και είναι αυτός σοβαρός λόγος; Όταν είσαι καθυστερημένος να μπαίνεις από την πίσω πόρτα" συνέχισε το απολίθωμα-που-μιλούσε με επιεικώς ελεεινή ειρωνική διάθεση στα λόγια του.



Εκείνος τον κοίταξε. Και το βλέμμα του έμοιαζε με τη φωτιά που καίει το περιεχόμενο του εγκεφάλου των Ελλήνων πολιτικών. Αυτό ήταν. Η ελεεινή του ειρωνεία έπρεπε να τιμωρηθεί. Σηκώθηκε, πήρε τη τσάντα του και τη γρανίτα του και έφτασε στην πίσω πόρτα. Έπιασε το χερούλι και την τράβηξε δυνατά. "Κλικ-κλικ" και πάλι... "Είναι κλειδωμένη;" ρώτησε το ασβεστολιθικό πέτρωμα με τα κυάλια του Ράμπο. "Όχι, απλά εγώ δεν μπορώ να αλλάξω τη μοριακή μου πυκνότητα για να περάσω από μέσα της", ανταπάντησε εκείνος και η φωνή του διαπέρασε το κέρινο ομοίωμα του Μαθουσάλα σαν τη σούβλα που διαπερνάει τον Αμερικάνο ναυαγό που είχε την τύχη να ξεβραστεί σε νησί με κανίβαλους.



Άφησε τη τσάντα του στη θέση που καθόταν, έβγαλε το βιβλίο της Χημείας και το μάθημα συνεχίστηκε μέσα στο αμφιθέατρο-προσομοιωτή ιγκλού.

Κανείς δε θυμάται τι ακολούθησε, γιατί φήμες λένε ότι όταν ο εγκέφαλος καταψυχθεί σταδιακά, χάνει την ικανότητα της ανάκλησης περασμένων γεγονότων. Φήμες όμως λένε ότι το κατεψυγμένο μαμούθ με τα πατομπούκαλα ξεκλείδωσε την πίσω πόρτα στο τέλος του μαθήματος και την έσπρωξε με δύναμη προς τα έξω, βγαίνοντας με φόρα για πάει όσο το δυνατόν γρηγορότερα στο αυτοκίνητό του που είχε περίτεχνα παρκάρει στο πεζόδρομο.



Κάποιοι μάλιστα λένε ότι είδαν ένα πλάσμα που έμοιαζε με αποτυχημένη διασταύρωση βούβαλου με περιστέρι να τον κουτσουλάει καθώς έβγαινε, πάνω στο πανάκριβο λευκό του πουκάμισο, ακριβώς δίπλα στη χρυσή καδένα που φορούσε στο λαιμό. Άλλοι λένε ότι το πουλί εκείνο έπασχε για μέρες από δυσκοιλιότητα, επειδή είχε πιεί νερό από έναν ψύκτη πλούσιο σε θανατηφόρο, καρκινογόνο κάδμιο, από τους δεκάδες που βρίσκονται διάσπαρτοι στο Πιζο-ειδές αρχιτεκτονικό αριστούργημα που οι καθηγητές αποκαλούν πανεπιστημιακό ίδρυμα.



Όμως ο φοιτητής δεν έδωσε σημασία. Έφαγε τη γρανίτα του για να πάρει τα απαραίτητα για την πνευματική του ακεραιότητα και τη σωματική του ανάπτυξη συντηρητικά και, καθώς πετούσε το χαρτάκι στο γεμάτο από κουτιά τσιγάρων καλάθι σκουπιδιών, ψιθύρισε: "Τήσις"



1 σχόλιο:

  1. λοιπόν ωραία ιστοριούλα θα την προτιμούσα αν έλεγε για την τήσις μόνο!!!!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Τζιτζικοκραύγασε τώρα που μπορείς. Ο τελευταίος αναγνώστης που έκανε αρνητικό σχόλιο ήταν ο Ακέφαλος Καβαλάρης. Αν και τότε ήταν σκέτο Καβαλάρης.