Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2011

Προάγγελος

Δεν ήξερε πόσος καιρός είχε περάσει από τότε που είχε παρακολουθήσει το ηλιοβασίλεμα για τελευταία φορά. Κυνηγούσε τη νύχτα και περιπλανιόταν την ημέρα. Την αυγή και το σούρουπο συνήθιζε να επιτρέπει στον εαυτό του να ξεκουραστεί, αλλά ποτέ δεν έκλεινε και τα δυο του μάτια. Κι αυτό γιατί οι έννοιες του θηράματος και του θηρευτή είχαν περιπλεχτεί στο πρόσωπό του. Κάποτε στρατιές συνήθιζαν να τον υπακούν χωρίς σκέψη και τώρα δεν τον υπάκουαν ούτε τα δάχτυλα των χεριών του. Μπροστά στο άστρο που έδυε, μπορούσε τώρα να παρατηρήσει τις λεπτές, διάφανες, περίτεχνα υφασμένες κλωστές που ξεκινούσαν από το κέντρο των καρπών του και χάνονταν σαν δάκρυ του ανέμου στη βαριά ατμόσφαιρα που τύλιγε εδώ και ατέλειωτες νύχτες την ύπαρξή του.

Πίσω από τη διπλασφαλισμένη μάσκα, που κρατούσε κρυφό το φυλακισμένο πρόσωπό του, σχηματίστηκε ένα χαμόγελο. Φυσικά θα ήταν αδιανόητο να μαντέψει κανείς αν ήταν από χαρά ή λύπη ή μίσος ή -ίσως- ελπίδα. Εξάλλου ούτε κι εκείνος ήξερε. Ίσως αν υπήρχε ένα σημείο του μυαλού του με εξασφαλισμένη ανεξαρτησία στη σκέψη να αναρωτιόταν γιατί το έκανε, όμως εκείνο το χαμόγελο απλά εξαφανίστηκε όσο ξαφνικά είχε σχηματιστεί. Πριν αμέτρητα ηλιοβασιλέματα θα αποκαλούσε αυτόν τον απροσδόκητο μορφασμό "συναίσθημα".

Τα κίτρινα μάτια του χτένισαν τον ορίζοντα. Μια σειρά εκλάμψεων του αργυρού και του χρυσού κέντρισαν την προσοχή του. Συγκεντρώθηκε, έσμιξε τα βλέφαρα και αναγνώρισε τους στόχους του. Είχε φτάσει η ώρα. Σήκωσε το πλατύ σπαθί του και άγγιξε με τα κουρελιασμένα γάντια του μια σειρά χαρακτήρων που είχαν σκαλιστεί στη ρίζα της λεπίδας από οψιδιανό. Η μαύρη γερακίσια μάσκα, που ξεκινούσε από τους ώμους και κάλυπτε το λαιμό και το κεφάλι του, καθρεφτίστηκε πάνω στο ηφαιστειακό πέτρωμα με τη μικρή επιγραφή. Μια οικεία φωνή προέφερε τη λέξη μέσα στο μυαλό του σαγηνεύοντας τη δέσμια σκέψη του και του θύμισε ξανά το λόγο για τον οποίο έπρεπε να ολοκληρώσει αυτό το κυνήγι.

Σταύρωσε τα χέρια στο θώρακά του και έπεσε από τη κορυφή τού τεράστιου δέντρου κατευθυνόμενος σαν βολίδα προς τη καρδιά τού δάσους. Ένα θρόισμα ακούστηκε καθώς ο πάνοπλος δολοφόνος άγγιξε με τα γόνατα το έδαφος και χωρίς να πάρει ανάσα, τίναξε το σώμα του και χάθηκε ανάμεσα στους κορμούς σαν τη σκιά μιας κουκουβάγιας. Οι μαύρες κόρες των ματιών του άνοιξαν γρήγορα για να προσαρμοστούν στο σκοτάδι. Ήξερε ότι ο στόχος θα έμενε για ελάχιστα δευτερόλεπτα στην περιοχή, αλλά μετά από τόσα κυνήγια είχε μάθει να εκμεταλλεύεται αυτό το χρόνο στο έπακρο. Τα αργυρόχρυσα είδωλα βρίσκονταν ακόμη χαραγμένα στο πίσω μέρος των ματιών του, όταν, βγαίνοντας στις παρυφές του δάσους, τα ανανέωσε καρφώνοντας το βλέμμα του στις μακρινές φιγούρες.

Μια δυνατή λάμψη τον τύφλωσε για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου, καθώς πλησίαζε όλο και περισσότερο τον στόχο του. Είχε πλησιάσει αρκετά τώρα και έβλεπε σιγά-σιγά τις φιγούρες να λιγοστεύουν. Τώρα, σε απόσταση αναπνοής, μπορούσε να μετρήσει τρεις. Διέκρινε τα περιγράμματα μιας νεαρής γυναίκας και δυο δίποδων πολεμιστών απροσδιόριστης φύσης, καθώς έτρεχε με όλη του τη δυναμη προς το στόχο, που φωσφόριζε αργυρόχρυσα σαν καθρέφτης που ανακλά ταυτόχρονα τη λάμψη του Ήλιου και της Σελήνης. Μέσα στο χρόνο μιας ανάσας η πομπή των τριών πλασμάτων εξαφανίστηκε σταδιακά μέσα στον αργυρόχρυσο καθρέφτη. Ξεγύμνωσε τα σπαθιά του και τα μάτια του κιτρίνισαν περισσότερο, καθώς οι κόρες τους σχεδόν έκλεισαν τη στιγμή που ο μασκοφορεμένος έγινε ένα με το στόχο.

Δυο αναπνοές μετά και τα μάτια του συνήθισαν το σκοτάδι. Ψηλάφισε στα τυφλά το περιβάλλον του, ψάχνοντας τα όπλα του. "Σήκω", ψιθύρισε η οικεία φωνή μέσα στο κεφάλι του. Με ένα σάλτο βρέθηκε να αναρριχείται σε ένα σκοτεινό και υγρό τοίχο με τα χέρια του να αναζητούν συνεχώς μια εσοχή στην κάθετη επιφάνεια, μήπως και ξεγελάσει λίγο ακόμη το θάνατο. Λίγες στιγμές μετά το κίτρινο βλέμμα του αγνάντευε την άκρη του ορίζοντα, εκεί που ο Ήλιος σηκωνόταν για να ζεστάνει ξανά αγάπες και μοναξιές. Έσφιξε τα σπαθιά στις θήκες τους και αποκοιμήθηκε στην οροφή εκείνου του ουρανοξύστη. "Θα δούμε ξανά την ανατολή μαζί, α-γά-πη-μου", ψέλλισε πνιχτά ένα κομμάτι του μυαλού του, πριν σιωπήσει βίαια, καθώς η μεγαλούπολη υποδεχόταν την αυγή.

5 σχόλια:

Τζιτζικοκραύγασε τώρα που μπορείς. Ο τελευταίος αναγνώστης που έκανε αρνητικό σχόλιο ήταν ο Ακέφαλος Καβαλάρης. Αν και τότε ήταν σκέτο Καβαλάρης.