«Εθνικόν το αληθές», έλεγε ο εθνικός μας ποιητής. Όμως η διδασκαλία της ιστορίας στα σχολεία μας προσαρμόζεται στο «αληθές το εθνικόν», κάτι που συνιστά ιδεολογική χρήση της ιστορίας και αποσκοπεί στην ενδυνάμωση της φιλοπατρίας των μαθητών. Πώς κρίνετε αυτού του είδους την «εθνική αγωγή» που παρέχεται και που νομίζεται ότι μπορεί να οδηγήσει; Διατυπώστε τις απόψεις σας σε μια επιστολή σας προς τον Υπουργό Παιδείας.
Αξιότιμε Κύριε Υπουργέ,
Ο Ηρόδοτος ήταν ο πρώτος Έλληνας ιστοριογράφος, οποίος στις «Μούσες» του κατέγραψε τα ιστορικά γεγονότα σύμφωνα με τις προσωπικές του εκτιμήσεις, αλλά και τις παλαιότερες παραδόσεις. Η ιστορία όμως που έγραψε είχε ως κύριο στόχο της σύγκριση του ελληνικού πολιτισμού με το «βαρβαρικό» και κυρίως την ανάδειξη του πρώτου απέναντι στο δεύτερο. Ο Θουκυδίδης αντίθετα ήταν ο πρώτος ο οποίος έθεσε την αμεροληψία και την αντικειμενικότητα ως βασικά κριτήρια συγγραφής του έργου του. Για το λόγο αυτό ο Θουκυδίδης θεωρείται ο πρώτος ιστορικός επιστήμονας. Κι αυτό γιατί ήταν, αντίθετα από τον Ηρόδοτο, αντικειμενικός. Η αντικειμενικότητα αποτελεί επομένως κύριο χαρακτηριστικό του ορισμού της ιστορικής επιστήμης. Δεν μπορούμε όμως να παρατηρήσουμε το ίδιο στα σχολικά βιβλία της ιστορίας. Γιατί εκεί η ιστορική αντικειμενικότητα αρκετές φορές θυσιάζεται για χάρη της καλλιέργειας της φιλοπατρίας στους μαθητές.
Αυτού του είδους η «εθνική αγωγή» έχει ως βασικό στόχο, όπως άλλωστε θα γνωρίζετε, την ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης των νέων. Προκειμένου λοιπόν να εξυψωθεί το έθνος στην αντίληψή τους, αποφεύγεται με κάθε τρόπο οποιαδήποτε αναφορά ή νύξη θα μπορούσε να δείξει αρνητική όψη, ή αδράνεια, ή ανεπάρκεια, ή γενικότερα λανθασμένη επιλογή από μέρους μας στα εθνικά ζητήματα. Έτσι το έθνος-κράτος παρουσιάζεται σχεδόν πάντα ως το θύμα των περιστάσεων, των συγκυριών, της μοίρας, ίσως και των δολοπλόκων εχθρών, ακόμα και των συμμάχων. Όπου και όποτε χρειάζεται να αποδοθούν ευθύνες, ακόμη και σε περιπτώσεις ήττας στους αγώνες του έθνους, αυτές θα αναφέρονται σε μοιραίες συγκυρίες, στην επιθετικότητα, τη βιαιότητα και την ανωτερότητα του στρατιωτικού εξοπλισμού του αντιπάλου και στην αδιαφορία των συμμάχων. Σε καμία περίπτωση δεν ευθύνεται η απώλεια της εθνικής μας «ομοψυχίας». Με αυτόν τον τρόπο καλλιεργείται στους μαθητές η εικόνα ενός έθνους θύματος των εχθρών, των συμμάχων, ακόμη και της μοίρας. Ένα έθνος οι ηγέτες του οποίου αποποιούνται κάθε ευθύνη για τα δεινά και τις καταστροφές που συνέβησαν και επηρέασαν τη λειτουργία του κράτους κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής τους. Η λογική του ότι οι «άλλοι» είναι πάντα η πηγή των κακών της χώρας στοχεύει ακριβώς σε αυτή την εξιδανίκευση του έθνους στη συλλογική συνείδηση. Ο ρήτορας Δημοσθένης, βέβαια, είχε κάποτε παρατηρήσει ότι «αισχρόν εστί σιγάν της Ελλάδος πάσης αδικουμένης». Θα έπρεπε όμως σήμερα να αναρωτηθούμε αν αυτή η απόλυτη εθνική εξιδανίκευση που συντελείται στα σχολικά βιβλία ιστορίας είναι λιγότερο «αισχρή».
Καθώς όμως, όπως καταλαβαίνετε, καμία ενέργεια δεν είναι δυνατόν να αξιολογηθεί αντικειμενικά χωρίς να εξετασθούν οι επιπτώσεις της, είναι αναγκαίο να διερευνηθούν τα αποτελέσματα αυτής της καλλιέργειας της ιδέας του «έθνους θύματος». Της ιδέας που εμφυσά στους μαθητές τη μοιρολατρική αντίληψη της πολιτείας και της κοινωνίας. Οι μαθητές και μετέπειτα πολίτες αδυνατούν να κατανοήσουν τις πραγματικές αιτίες, κοινωνικές, οικονομικές ή πολιτικές, που οδηγούν στη λήψη εκείνων των αποφάσεων που είναι ικανές να επηρεάσουν την ολότητα του έθνους. Έτσι αποστασιοποιούνται από τα κοινά και στρέφονται στην ατομική τους ζωή, υποβιβάζοντας τη συλλογική. Καλλιεργείται με αυτό τον τρόπο ο ατομικισμός ως πρότυπο διαβίωσης στην «κοινωνία». Οι συλλογικές ανάγκες παραβλέπονται και το ατομικό συμφέρον προτάσσεται ενάντια στο κοινό. Οι πολίτες θεωρούν ότι αδυνατούν να συμβάλλουν στην υπεράσπιση των συμφερόντων της πατρίδας τους, γιατί αισθάνονται έρμαια της τύχης τους. Αφήνουν επομένως την υπεράσπιση αυτή στις αρμοδιότητες των εξουσιών και ηγετών του κράτους. Και καθώς οι δεύτεροι εκμεταλλεύονται αυτή την αδυναμία των πολιτών να δράσουν και καλλιεργούν τάσεις δημαγωγίας προς ίδιον όφελος, καταφέρνουν τελικά να δημιουργήσουν ένα ευνοϊκό κλίμα για την ανάπτυξη εθνικισμών σε βαθμό που είναι δυνατόν να κινδυνεύσουν ακόμη και οι δημοκρατικοί θεσμοί. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, κύριε Υπουργέ ότι η καλλιέργεια της ιδέας του κράτους-θύματος είναι διαμετρικά αντίθετη προς τα εθνικά συμφέροντα.
Ο εθνικός μας ποιητής έλεγε «εθνικόν το αληθές». Όμως η διδασκαλία της ιστορίας στα σχολεία μας προσαρμόζεται στο «αληθές το εθνικόν», κάτι που συνιστά ιδεολογική χρήση της ιστορίας και στοχεύει στην ενδυνάμωση της φιλοπατρίας των μαθητών. Καθώς όμως υπάρχει ο κίνδυνος να καλλιεργηθεί στους νέους ο εθνικισμός αντί του εθνισμού, κρίνεται απαραίτητη μια ουσιαστική αναδιαμόρφωση του συστήματος διδασκαλίας της ιστορίας. Κι αυτό γιατί η ιστοριογραφία, όπως ο Θουκυδίδης την τελειοποίησε, τείνει εξ ορισμού στην αμεροληψία, την αντικειμενικότητα και την αλήθεια.
Εύχομαι λοιπόν κύριε Υπουργέ, και ελπίζω συνάμα, να συνδέσετε εσείς το όνομά σας με μια τέτοια δραστική αναδιαμόρφωση με απώτερο στόχο την αντικειμενική διδασκαλία της ιστορίας, πέρα από ακρότητες και εθνικισμούς. Γιατί σύμφωνα με τον Διόδωρο το Σικελιώτη, «η ιστορία είναι ευεργέτης του κοινού γένους των ανθρώπων».
Με εκτίμηση,
Ερεβιέραξ
Αυτοκρατορικός Τζιτζικοπεταλωτής της Αυλής των Χρυσανθέμων