"Τιτ τιτ τιτ, τιτ τιτ τιτ, τιτ τιτ τιτ...". Ο βελούδινος, μελωδικός ήχος του ξυπνητηριού γέμισε το δωμάτιό του με ένα ψηφιακό κροτάλισμα ασύγκριτης αρμονίας και ακουστικής ομορφιάς. Ξύπνησε. Άνοιξε τα μάτια του και έστρεψε το βλέμμα του, όμοιο με το βλέμμα ενός νεογέννητου αρσενικού βραδύποδα, στην οθόνη του ρολογιού: "7:00". Σήκωσε αργά το χέρι του και φαντάστηκε το Μιόλνιρ, το θρυλικό σφυρί του Θορ, να σχηματίζεται ανάμεσα στα δάχτυλά του. Ένιωσε τη παγωμένη μεταλλική λαβή του στην παλάμη του και ύστερα χτύπησε το ξυπνητήρι. Το χτύπησε φανταζόμενος το θεϊκό σφυρί να το συνθλίβει σε 56 δισεκατομμύρια κόκκους ύλης και ύστερα να κομματιάζει τον καθέναν από αυτούς στα συστατικά του quarks και ηλεκτρόνια.
Βέβαια, σκέφτηκε, το αποτέλεσμα ενός τέτοιου τεμαχισμού της ύλης σε quarks θα ήταν τόσο θεαματικά καταστροφικό που θα εξαφάνιζε από προσώπου γης το τραπεζάκι, το δωμάτιο, το διαμέρισμα, την πολυκατοικία, το οικοδομικό τετράγωνο, τη συνοικία, την πόλη, το νομό, τη χώρα, την ήπειρο, τον πλανήτη, το ηλιακό συστημα, τη ζώνη Kuiper, το νέφος του Oort, το γαλαξία, το τοπικό σμήνος και το σύμπαν. Και μετά ποιός άκουγε το υπεραιωνόβιο ξεδοντιασμένο λείψανο, τη γριά-σπιτονοικοκυρά-από-πάνω, για το εξαϋλωμένο τρεπεζάκι κειμήλιο του προπάππου της (του Αδάμ).
Βγήκε από το σπίτι. Είχε 20' για να προλάβει να φτάσει στην αίθουσα. Έψαξε τη τσάντα. Όλα τα απαραίτητα ήταν εκεί: Οδοντόκρεμα, σκυλοτροφή, σωσίβιο, ανταλλακτικά ξυραφάκια ξύστρας, κολλάζ με ασπρόμαυρες φωτογραφίες, ένα μπουκάλι αντιψυκτικό, το κλειδί της πόλης και φυσικά η συλλογή του από βράχους. Ευτυχώς είχε θυμηθεί να βγάλει την ομπρέλα. Ήταν έξυπνος και πρακτικός. Δεν κουβαλούσε μαζί του περιττό βάρος. Προχώρησε ανέμελα. Ήταν 8 παρα 20' και μέσα από τα μαύρα γυαλιά του περίμενε να αντικρίσει τις πύρινες ακτίνες του ήλιου που θα τσουρούφλιζαν τους απροετοίμαστους, σαν τις ανθρωποφάγες φλόγες της κόλασης που ξεροψήνουν τους κολασμένους, όπως ξεροψήνουν οι ηλεκτρικές σούβλες το γύρο στα φαστ-φουντάδικα της Θεσσαλονίκης.
Ξαφνικά ένας αποτρόπαιος ήχος έσβησε το σαρδόνιο χαμόγελο από το πρόσωπό του. Ένας ήχος που έμοιαζε να βγήκε από τα πιο απόμακρα μπουντρούμια του Ταρτάρου, εκεί που φήμες λένε ότι γεννήθηκε μέσα στις σκιές ο μαθουσαλίξ-γκαντεμόσαυρος μετά απο διασταύρωση μαύρης γάτας με σπασμένο καθρέφτη. Βρόντηξε. Σύννεφα μαζεύτηκαν στο θερμοκηπιακό ουρανό της πόλης. Έβγαλε τα μαύρα γυαλιά και έστρεψε το πρόσωπό του ψηλά. Ήταν άνθρωπος. Δε φοβόταν να αντικρίσει το θάνατο στα μάτια.
Και τότε έγινε. Έπεσε η πρώτη σταγόνα ένυδρου νιτρικού μολύβδου. Η ζωογόνος βροχή της πρωτεύουσας άρχισε να λούζει τους διψασμένους κακοδομημένους δρόμους. Έλουσε και τα αριστοτεχνικώς παρκαρισμένα πάνω σε διαβάσεις πεζών/θέσεις αναπήρων/πτώματα γέρων αυτοκίνητα, ξεπλένοντάς τα δωρεάν από τόνους σκόνης, πίσσας και πούπουλων.
Εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα και ετοιμάστηκε για τη μαρτυρική οξεολουσία. Εξάλλου, σκέφτηκε, θα μπορούσε να είναι χειρότερα. Θα μπορούσε ένας αλαφιασμένος αλκοολικός ταξιτζής να περάσει με κόκκινο, ανάποδα στο μονόδρομο, μπροστά από μια λακούβα γεμάτη με εκείνο το υγρό πυρ και να τον περιλούσει από την κορφή ως τα νύχια. Κι αν δεν είχε περάσει κάτω από μια σκάλα, μπροστά από μια μαύρη γάτα και πάνω από έναν καθρέφτη, ίσως και να είχε άδικο.
Έφτασε επιτέλους στο αμφιθέατρο, πασαλειμμένος σαν νεογέννητη καμηλοπάρδαλη από τη σιχαμερή γλίτσα που μεταμόρφωσε τα Χελωνονιντζάκια, αυτή που η επιστημονική μετεωρολογική κοινότητα διεθνώς αποκαλεί "αθηναϊκή βροχή". Σύρθηκε ανάμεσα σε τσάντες, καρέκλες, φορτιστές Notebook, νεκροζώντανα κεφεϊνούχα πτώματα, τσαλακωμένες κομματικές αφίσες και αποτσίγαρα για να φτάσει το έδρανό του, σαν τραυματισμένος Αμερικανός πεζοναύτης που σέρνεται με μαεστρία βασιλικής κόμπρας για να προφυλαχτεί από τα εχθρικά πυρά ανάμεσα σε γυναικόπαιδα.
Κάθισε, έβγαλε το ανάγνωσμά του και περίμενε να αρχίσει το μάθημα. Μελετούσε αφοσιωμένος το κείμενο. Τόσο αφοσιωμένος που δεν υπήρχε τίποτα γύρω του εκτός από εκείνα τα φύλλα. Τον είχε συνεπάρει η μαγεία του. Μεγάλα γράμματα και εικόνες: "Νίκη της Εθνικής σημειώθηκε χθες μπλα μπλα μπλα". Τι άλλο να ζητήσει από ένα τέτοιο λογοτέχνημα;
Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ένας μικρός σπιτικός καλλικάντζαρος. Έμοιαζε με ένα από τα ξωτικά του Άη Βασίλη διασταυρωμένο με ποντικομαμή. Εκείνος έβαλε τα γρανάζια του μυαλού του σε λειτουργία. Έτριξαν. Είχαν αρκετά χρόνια να το κάνουν αυτό. Από τότε που έμαθε να ανοιγοκλείνει τα μάτια του. Το βρήκε. Ήταν ένα Γκρέμλιν. Η μάνα όλων των Γκρέμλινς. Ο Γκίζμο ο μεγαλοπρεπής αυτοπροσώπως.
Το Γκρέμλιν σταμάτησε μπροστά στην έδρα, άνοιξε το στόμα του και έβγαλε μια κραυγή που όμοιά της δεν είχαν ματαξανακούσει οι 250 φοιτητές που λιάζονταν κάτω από τις λάμπες φθορίου σε εκείνο το αφισσοπνιγμένο αμφιθέατρο. Έμοιαζε σαν το ζουζούνισμα μιας μέλισσας που έπεσε στο καζάνι του Πανοραμίξ όταν ήταν μικρή. Άλλοι είπαν ότι έμοιαζε με το ουρλιαχτό της Λάμιας μια βροχερή νύχτα του Νοέμβρη, όταν ανακάλυψε ότι έσπασε ένα νύχι στο ξεπέτσιασμα των θυμάτων της. Αλλά η αλήθεια ήταν ότι κανείς δεν μπορεί να το παρομοιάσει με κάτι υπαρκτό. Μόνο η ψηφιακά ενισχυμένη κραυγή ενός ινδικού χοιρίδιου που έχει καταπιεί τρεις φιάλες αέριο Ήλιον και το τρυπάνε 18 πυρακτωμένες βελόνες μπορεί να προσεγγίσει εκείνον τον πρωτάκουστο ήχο.
"Ησυχία! Το τμήμα Β να μεταφερθεί στο διπλανό αμφιθέατρο. Εδώ θα μείνει μόνο το τμήμα Α!", είπε η ανθρωπόμορφη μαρμότα. Μαζική μετακίνηση πληθυσμών σημειώθηκε το επόμενο δεκάλεπτο και ύστερα από έναν μικρό συνωστισμό στις πόρτες, που έμοιαζε με εκείνον της Σμύρνης κατά το σχολικό βιβλίο Ιστορίας, ο φοιτητής κατάφερε και πάλι να βρει ένα άδειο έδρανο για να στρώσει τον Αυτοκρατορικό του Πισινό, χωρίς μάλιστα να χρησιμοποιήσει τη βασανιστική κατάρα πάνω στα σούργελα που ανανέωναν το μέικ-απ τους στα σκαλοπάτια .
Αναψοκοκκινισμένο το Γκρέμλιν μπήκε στο αμφιθέατρο, έκατσε μπροστά στην έδρα και απήγγειλε έναν μονόλογο που μπροστά του η εξομολόγηση του Άμλετ στο κρανίο φάνταζε πενιχρή και γελοία: "Είστε 250 άτομα. Είστε πάρα πολλοί. Είναι αδύνατον να κάνω μάθημα με όλους σας. Το καταλαβαίνετε; Θα παρακαλέσω τους μισούς να μην έρθουν στο επόμενο μάθημα. Κάντε μου τη χάρη και μη ξαναπατήσετε. Σαν χάρη σας το ζητάω. Δεν είναι δυνατόν να κάνω μάθημα σε τόσα άτομα. Από την επόμενη φορά το μάθημα θα γίνεται στο αμφιθέατρο των 100 θέσεων."
Τα λόγια του αντήχησαν στα αυτιά του φοιτητή σαν οδυρμοί μιας χιλιοβασανισμένης ψυχής. Τον λυπήθηκε. Δεν έφταιγε το Γκρέμλιν. Εκείνοι έφταιγαν. Πώς τόλμησαν τα αναιδέστατα κτήνη να δηλώσουν αυτή τη σχολή; Πώς τόλμησαν να πιάσουν τα απαραίτητα μόρια; Πώς τόλμησαν να παρουσιαστούν εδώ για να παρακολουθήσουν; Και τι χρωστούσε εκείνο το καημένο ζουζουνοκουταβάκι στην έδρα; Δεν ήταν η δουλειά του να διδάσκει εξάλλου. Δεν πληρωνόταν γι'αυτό. Αυτό ήταν καταπάτηση των δικαιωμάτων του. Κάποιος έπρεπε να ενημερώσει τους αρμόδιους. Την Greenpeace και τον Αρκτούρο.
"Και μη νομίζετε ότι δε θέλω να σας κάνω μάθημα. Πιστεύετε ότι θα έρθει κανείς να παρακολουθήσει και εγώ θα τον διώξω; Για τέτοιον με έχετε;", συμπλήρωσε ο αγκαλίτσας με τη χαρακτηριστική φωνή ευνούχου, παίρνοντας ένα περισπούδαστο ύφος καρδηνάλιου. Και εκείνη τη στιγμή η πόρτα του αμφιθεάτρου άνοιξε και δειλά-δειλά ξεπρόβαλε ένα τρεμάμενο φοιτητοειδές με τη τσάντα του στα μικρά του χεράκια και ένα παρακλητικό ύφος ζωγραφισμένο στα δακρυσμένα του ματάκια. "Να περάσω;" ρώτησε με σπαραχτική φωνή.
Και ο μέγας δάσκαλος Γκίζμο, η μάνα όλων των Γκρέμλιν, εκείνη η τραγική φιγούρα αυτοθυσίας και αυταπάρνησης γύρισε το κεφάλι και αντανακλαστικά ούρλιαξε σαν λύκος εθισμένος στην ανδρεναλίνη: "ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΟ ΔΙΠΛΑΝΟ".